- πλάνταγμα
- και πλάνταμα και πλάντασμα, το, Ν [πλαντάζω]1. αβάσταχτη στενοχώρια από οργή, αγανάκτηση, ταραχή, έρωτα2. πρόκληση ή ξέσπασμα ασυγκράτητου πάθους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλάνταγμα — το, ατος 1. στενοχώρια, αγανάχτηση. 2. τρομερή δίψα. 3. περιορισμός, σβήσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαντασμός — ο, ΝΜ [πλαντάζω] το πλάνταγμα … Dictionary of Greek